- ὀνοματική
- ὀνοματικόςconsisting of nounsfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀνοματικῇ — ὀνοματικός consisting of nouns fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ας — ονοματική κατάληξη της νέας Ελληνικής, η οποία χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό αρσενικών πρωτοκλίτων αντί των αρχαίων δευτεροκλίτων σε ος (πρβλ. έγγονας, εύζωνας, κάβουρας, κάπελας, κότσυφας, μάγειρας, Φίλιππας). Ο μεταπλασμός προήλθε κατά τα… … Dictionary of Greek
ονοματικός — ή, ό (Α ὀνοματικός, ή, όν) [όνομα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα, ονομαστικός 2. αυτός που αποτελείται από όνομα ή αυτός που έχει τη μορφή ονόματος («ονοματικός προσδιορισμός» προσδιορισμός όρου μιας πρότασης ο οποίος είναι όνομα,… … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
-αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
απαρέμφατο — Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε… … Dictionary of Greek